φιλοθεάμονας

φιλοθεάμονας
φιλοθεά̱μονας , φιλοθεάμων
fond of seeing
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλοθεάμων — έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. έαμον, Ν (λόγιος τ.) αυτός τού οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”